- συνεύαδον
- σύν-ἁνδάνωpleaseaor ind act 3rd pl (epic)σύν-ἁνδάνωpleaseaor ind act 1st sg (epic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
συνανδάνω — Α (μόνο στον αόρ. συνεύαδον) προκαλώ ευχαρίστηση, τέρπω ομοίως. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἀνδάνω «είμαι αρεστός σε κάποιον, ευχαριστώ»] … Dictionary of Greek